- δεόντως
- (AM δεόντως) επίρρ. [δέον]όπως είναι αναγκαίο, όπως πρέπει να γίνει(«αίτηση δεόντως χαρτοσημασμένη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεόντως — as it ought indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подобьнѣ — (24) нар. 1.Надлежащим образом: ѥгда покаѥши сѧ постенеши тъгда сп҃сеши сѧ. || ˫ако велика ѥсть милость х҃а б҃а. и оцѣштениѥ обраштѧюштиимъсѧ къ немѹ подобьнѣ. обратимъсѧ и покаимъсѧ. Изб 1076, 201–202; Сице сп҃сьно и подобьнѣ заповѣдана˫а и лѣпо … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νηφόντως — (Α) επίρρ. 1. με νηφαλιότητα, με σύνεση 2. με ένταση, άγρυπνα («τὸ μὴ συνεχῶς προσεύχεσθαι καὶ νηφόντως», Εφραίμ. Σύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νήφων, οντος, μτχ. ενεστ. τού νήφω «απέχω από το κρασί, είμαι σε πνευματική διέγερση» + επιρρμ. κατάλ. ως (πρβλ … Dictionary of Greek
οφειλόντως — ὀφειλόντως (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «πρεπόντως, δεόντως». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφείλων, οντος τού ὀφείλω] … Dictionary of Greek
Γουάξμαν, Φραντς — (Franz Waxman, Γερμανία 1906 – ΗΠΑ 1967). Γερμανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής. Έπαιζε πιάνο από πολύ μικρός και έτσι οι δικοί του δεν εξεπλάγησαν όταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Γ. εγκατέλειψε τη θέση του στην τράπεζα για να φοιτήσει στη… … Dictionary of Greek